πυθωνικός

πυθωνικός
-ή, -όν, ΜΑ [Πυθών, -ῶνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ ή στους Δελφούς
2. αυτός που έχει καταληφθεί από μαντικό πνεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”